- ἐργῶμαι
- ἐργάζομαιworkfut ind mp 1st sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εργώμαι — ἐργῶμαι, άομαι (Α) [έργον] εργάζομαι («ἓξ ημέρας ἐργᾷ, και ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου», ΠΔ) … Dictionary of Greek